- περιῳκοδόμησεν
- περϊῳκοδόμησεν , περιοικοδομέωbuild roundaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιωικοδόμησεν — περϊῳκοδόμησεν , περιοικοδομέω build round aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοικοδομώ — έω, Α 1. οικοδομώ, κτίζω ολόγυρα («τὴν αἱμασιὰν περιῳκοδόμησε ταύτην», Δημοσθ.) 2. περιτειχίζω, περιφράσσω («τὸ γὰρ χωρίον τοῡτο περιῳκοδόμησεν ὁ πατήρ», Δημοσθ.) 3. (το ουδ. εν. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ περιοικοδομημένον ο περιφραγμένος με τοίχο … Dictionary of Greek